αμφίεση

αμφίεση
η
περιβολή, φορεσιά: Φροντίζει πολύ την αμφίεσή του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιέσῃ — ἀμφιέσηι , ἀμφίεσις clothing fem dat sg (epic) ἀμφιάζω ciothe aor subj mid 2nd sg ἀμφιάζω ciothe aor subj act 3rd sg ἀμφιάζω ciothe fut ind mid 2nd sg ἀμφϊέσῃ , ἀμφιέννυμι put round fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίεση — η (Μ ἀμφίεσις) [ἀμφιέννυμι] ενδυμασία, φορεσιά, κοστούμι …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • ένδυση — η (AM ἔνδυσις) αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ) αρχ. μσν. ένδυμα, εξωτερική περιβολή αρχ. είσοδος, εισχώρηση («ὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • αμφίασις — ἀμφίασις ( εως), η (ΑΜ) [ἀμφιάζω] αμφίεση, περιβολή, ενδυμασία …   Dictionary of Greek

  • ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… …   Dictionary of Greek

  • θήραιον — και κατά τον Ευστ. θηραῑον, τὸ (Α) το θηραϊκόν, φόρεμα που φορούσαν στα σατυρικά δράματα στην Αθήνα και που επινοήθηκε στη νήσο Θήρα ή ήταν ανάλογο με την αμφίεση τών Θηραίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θήρα] …   Dictionary of Greek

  • θλιφτικός — ή, ό (Α θλιπτικός, ή, όν) [θλίβω] νεοελλ. 1. θλιβερός, λυπητερός, πένθιμος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θλιφτικά (ενν. ρούχα) τα πένθιμα ρούχα, η πένθιμη αμφίεση αρχ. αυτός που προκαλείται από θλίψη, από σύνθλιψη («θλιπτικὸν πάθημα», Γαλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”